- εύκολος
- facile
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
εὔκολος — easily satisfied masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύκολος — η, ο (ΑΜ εὔκολος, ον) 1. αυτός που γίνεται ή αποκτάται εύκολα, χωρίς κόπο, ο ευκατόρθωτος («δεν είναι εύκολο πράμα») 2. (για πρόσ.) αυτός που ικανοποιείται εύκολα, αυτός που δεν έχει πολλές απαιτήσεις, ο καλοκάγαθος, ο καλόβολος (α. «ὁ δ εὔκολος… … Dictionary of Greek
εύκολος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που γίνεται χωρίς κόπο μεγάλο: Εύκολη δουλειά. 2. ο εύπειστος, ο καλόβολος, ο μαλακός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐκολώτερον — εὔκολος easily satisfied masc acc comp sg εὔκολος easily satisfied neut nom/voc/acc comp sg εὔκολος easily satisfied adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκολωτάτων — εὔκολος easily satisfied fem gen superl pl εὔκολος easily satisfied masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκολωτέρων — εὔκολος easily satisfied fem gen comp pl εὔκολος easily satisfied masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκολώτατα — εὔκολος easily satisfied adverbial superl εὔκολος easily satisfied neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκολώτατον — εὔκολος easily satisfied masc acc superl sg εὔκολος easily satisfied neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκόλως — εὔκολος easily satisfied adverbial εὔκολος easily satisfied masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔκολον — εὔκολος easily satisfied masc/fem acc sg εὔκολος easily satisfied neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκολύνω — [εύκολος] 1. καθιστώ κάτι εύκολο 2. παρέχω ευκολίες, βοηθώ, διευκολύνω, ευχεραίνω 3. μέσ. ευκολύνομαι έχω την ευκολία, είμαι σε θέση, μπορώ («δεν ευκολύνομαι να σέ πληρώσω») … Dictionary of Greek